- εὐθάλασσος
- εὐθάλασσος [θᾰ], ον,A lying well by the sea, Philostr.VS2.1.3.2 δῶρον εὐ. the gift of sea-power, S.OC711 (lyr., with allusion to
θάλασσα 3
).II a 'good sailor', Alciphr.2.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάλασσα 3
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐθάλασσος — lying well by the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθάλασσος — η, ο (Α εὐθάλασσος και εὐθάλαττος, ον) νεοελλ. (για πλοίο) αυτός που αντέχει στις θαλασσοταραχές, ο καλοτάξιδος αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα («πόλιν ἀρχαίαν καὶ εὐθάλαττον», Φιλόστρ.) 2. αυτός που αντέχει στη θάλασσα, που… … Dictionary of Greek
εὐθάλασσον — εὐθάλασσος lying well by the sea masc/fem acc sg εὐθάλασσος lying well by the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθαλάσσων — εὐθάλασσος lying well by the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθάλαττον — εὐθάλασσον , εὐθάλασσος lying well by the sea masc/fem acc sg εὐθάλασσον , εὐθάλασσος lying well by the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek